- ἀναθορυβήσαντας
- ἀναθορυβέωcry out loudlyaor part act masc acc plἀναθορυβέωcry out loudlyaor part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.